- δείματι
- δεί̱ματι , δεῖμαfearneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BONA Fortuna — vide supra Agatha. Eius cellae meminit in Boeoticis Pausan. ubi Trophonii oraculum describit: Κατὰ δὲ τὸ μαντεῖον τοιάδε γίνεται. ἐπειδὰν ἀνδρὶ ἐς τȏυ Τροφωνίου κατιέναι δόξῃ, πρῶτα μὲν τεταγυνίων ἡμερῶν δίαιταν εν ὀικήματς ἔχει, τὸ δὲ ὄικημα… … Hofmann J. Lexicon universale
παροίχομαι — ΝΜΑ φρ. «παρωχημένοι χρόνοι» οι χρόνοι τού ρήματος που δηλώνουν ότι υπήρξε ή έγινε κάτι κατά το παρελθόν, δηλ. ο παρατατικός, ο αόριστος και ο υπερσυντέλικος, αλλ. παρελθοντικοί χρόνοι αρχ. 1. έχω περάσει, πέρασα, παρήλθα, αναχώρησα («ἡ… … Dictionary of Greek